μεσιακός

μεσιακός
-ή, -ό
αυτός που ανήκει κατά το ήμισυ σε δύο άτομα, συνεταιρικός: Έχουμε μεσιακό μαγαζί.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μεσιακός — και μεσακός και μισιακός και μισακός, ή, ό (Μ μεσιακός και μεσακός, ή, όν) μεσαίος νεοελλ. αυτός που ανήκει σε δύο άτομα από μισό στον καθένα («μεσιακό χωράφι» το χωράφι που παραχωρείται από τον ιδιοκτήτη σε κάποιον για καλλιέργεια και… …   Dictionary of Greek

  • εφημισάρικος — ἐφημισάρικος, η, ον (Μ) αυτός που ανήκει εξ ημισείας σε δύο πρόσωπα, ο μεσιακός. [ΕΤΥΜΟΛ. «Σύνθετο εκ συναρπαγής» από τη φρ. ἐφ ἡμισείας] …   Dictionary of Greek

  • μεσακός — ή, ό βλ. μεσιακός …   Dictionary of Greek

  • μισακάρης — και μεσακάρης και μεσιακάρης, ο, θηλ., ισσα κολήγος, συγκαλλιεργητής, αγρότης ο οποίος καλλιεργεί ξένο αγρό παίρνοντας ως αμοιβή τα μισά προϊόντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισακός + κατάλ. άρης (πρβλ. βαρκ άρης). Ο τ. μεσιακάρης < μεσιακός] …   Dictionary of Greek

  • μισακός — ή, ό (Μ μισακός, ή, όν) βλ. μεσιακός …   Dictionary of Greek

  • συμμισακάτορας — και συμμισάτορας και συμμεσιακάτορας, ο, Ν κολήγος, επίμορτος καλλιεργητής, μισακάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + μισακός / μεσιακός /μισός] …   Dictionary of Greek

  • συμμισακός — ιά, ό, Ν (για αγρό) μισακάρικος, αυτός για τον οποίο ο καλλιεργητής που τόν νοικιάζει πληρώνει ως ενοίκιο μέρος τής σοδειάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + μισακός (βλ. λ. μεσιακός)] …   Dictionary of Greek

  • μισιακός — ή, ό ο συνεταιρικός, ο μεσιακός (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”